Adjective
1. embarrassed ::
αμήχανος
2. ashamed ::
ντροπιασμένος
3. shamefaced ::
εντροπαλός
4. remorseful ::
μετανοιωμένος
5. conscience-stricken ::
συνείδηση που επλήγησαν
10. crestfallen ::
άθυμος
11. sheepish ::
άτολμος
12. red-faced ::
κόκκινο-που αντιμετωπίζουν
13. blushing ::
ντροπαλός
14. put out of countenance ::
τίθενται εκτός όψη
16. taken aback ::
αιφνιδιάστηκε
20. disturbed ::
διαταραγμένη
21. floored ::
πάτωμα
Verb
22. embarrass ::
στενοχωρώ