Noun
1. insult ::
προσβολή
2. offense ::
αδίκημα
3. indignity ::
προσβολή
4. slight ::
μικρός
5. snub ::
αποπαίρνω
6. put-down ::
αφήνω κάτω
7. provocation ::
πρόκληση
8. injury ::
βλάβη
9. outrage ::
προσβολή
10. atrocity ::
θηριωδία
11. scandal ::
σκάνδαλο
12. slap in the face ::
χαστούκι στο πρόσωπο
13. kick in the teeth ::
κλωτσιά στα δόντια
Verb
14. insult ::
προσβολή
15. offend ::
προσβάλλω
16. mortify ::
απονεκρώνω
17. provoke ::
προκαλώ
18. pique ::
πικάρω
19. wound ::
πληγή
20. hurt ::
πλήγμα
22. irk ::
ενοχλώ
23. displease ::
δυσαρεστώ
24. bother ::
ενόχληση
25. rankle ::
πονώ
26. vex ::
πειράζω
27. gall ::
χολή
28. outrage ::
προσβολή
29. scandalize ::
σκανδαλίζω
30. disgust ::
αηδία
31. put someone's back up ::
θέσουν εκ νέου κάποιου μέχρι
32. needle ::
βελόνα