σμικροποιώ, βραχύνω, περικόψει, ελαττώνω, περιορίζω, αραιώ, εξασθενίζω, πεύκο, μεγαλώνουν λεπτό, λεπτό μακριά, αποσκιρτώ, σκόνη, αλέθω, κονιοποιώ, αλεύρι, γουδοχέρι, αποδυναμώνω, χειροτερεύω, απόβλητα, απονεκρώνω, ευνουχίζω, εκνευρίζω, καθιστώ ανίκανο, ναρκώνω, λεπτός, αραιώνω, χαλαρώστε, λύω, κάτω από το νερό, ανακουφίζω, μετριάζω, καλμάρω, μαλακώνω, ευγενής, μαλάσσω, ηρεμία, κούνια, ησυχια, λάστιχο, κούραση, νεφρίτης, εξάτμιση, πούστης, ώριμος, τήκω, ιδιοσυγκρασία
λεπτός, λιπόσαρκος, αραιώ, ισχνός, άπαχος, αδύναμος, αδύνατος, κοκαλιάρης, γλίσχρος, πουδραρισμένος, σπασμένος, πρόστιμο, διακριτικό, πανέμορφος, παρατηρητικός