αφυπνίζω, ξύπνιος, εξεγείρω, κίνηση, φλογίσει, αύξηση από τους νεκρούς, ανάπτω, διεγείρω, ίχνη, σηκώνομαι, αυξηθεί από τον ύπνο, μεινε ξυπνιος, παρακολουθώ, εμπνέω, κάνω ένεση, ώθηση, διαφωτίζω, ωθώ, να είναι σε επιφυλακή κάποιου, Προσοχή, προειδοποιώ, Άνοιξε, προκαλούν να ανθίσει, ερεθίζω, αιτία να γεννηθεί, και πάθος
έξυπνος, ξύπνιος, αφυπνίζω, ειλικρινής, προσεχτικός, άγρυπνος, συναγερμός, προσεκτικός, ενήμερος, διακριτικός, εξεγείρω
to endure. When she started to AWAKEN,
Meaning and definitions of awaken, translation in Greek language for awaken with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of awaken in Greek and in English language.
What awaken means in Greek, awaken meaning in Greek, awaken definition, examples and pronunciation of awaken in Greek language.