με δεμένα μάτια, ξεγελώ, αποσπώ, λαβύρινθος, θολώνω, διασκεδάζω, επιβαρύνω, καταστρατηγώ, δημοσιότητα, ταχυδακτυλουργία, απάτη, εξαπατώ, επιβάλει, μπλόφα, παίζουν ψευδείς, κομπογιαννίτης, απατώ επιτήδεια, τσεπάκι παντελωνιού, ανόητος, προδίδω, διαπράττουν προδοσία, αλλόκοτος
με δεμένα μάτια, αδιάκριτος, ασυνείδητος, αμαθής, κακοσύστατος, απερίσκεπτες, ριψοκίνδυνος, εξάνθημα, ορμητικός, ελαφρόμυαλα, τυφλός
με δεμένα μάτια
What I really needed was a BLINDFOLD.
Because you went through the trouble of putting a BLINDFOLD on him.
Meaning and definitions of blindfold, translation in Greek language for blindfold with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of blindfold in Greek and in English language.
What blindfold means in Greek, blindfold meaning in Greek, blindfold definition, examples and pronunciation of blindfold in Greek language.