Noun
1. backfire ::
πρόωρος ανάφλεξη
Verb
2. backfire ::
πρόωρος ανάφλεξη
3. recoil ::
ανάκρουση
4. reverse ::
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ
5. rebound ::
αναπήδηση
6. ricochet ::
αποστρακίζομαι
7. be self-defeating ::
να είναι αυτοκαταστροφική
8. blow up in one's face ::
ανατινάξουν το πρόσωπό κάποιου