Noun
1. ban ::
απαγόρευση
2. veto ::
βέτο
3. embargo ::
απαγόρευση
4. prohibition ::
απαγόρευση
5. sanction ::
κύρωση
6. restriction ::
περιορισμός
7. avoidance ::
αποφυγή
8. rejection ::
απόρριψη
9. refusal ::
άρνηση
Verb
10. spurn ::
αποκρούω
11. snub ::
αποπαίρνω
12. shun ::
αποφεύγω
13. avoid ::
αποφύγει
14. abstain from ::
απέχουν από
15. wash one's hands of ::
πλύνετε τα χέρια κάποιου από
16. turn one's back on ::
μετατρέψει ένα είναι πίσω
17. reject ::
απορρίπτω
18. veto ::
βέτο