βουλώνω, τσόκαρο, χρέωση, βαρύτητα, φορτώνω, βάρος, εμπόδιο, ανθρακαποθήκη, παρεμπόδιση, ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ
εμποδίζουν, κωλυσιεργώ, έλεγχος, βουλώνω, να σταματήσει, αναστέλλω, υφίσταμαι, φορτώνω, καταπιέζω, κάλαθος
Meaning and definitions of clog, translation in Greek language for clog with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of clog in Greek and in English language.
What clog means in Greek, clog meaning in Greek, clog definition, examples and pronunciation of clog in Greek language.