Verb
1. diverge from ::
αποκλίνουν από
2. digress from ::
παρεκκλίνω από
3. drift from ::
παρασυρόμενα από
4. stray from ::
αδέσποτα από
5. veer from ::
γυρίζω από
6. swerve from ::
στραβοτιμονιά από
7. get sidetracked from ::
να αποπροσανατολιστεί από
8. branch off from ::
διακλαδίζονται από
9. differ from ::
διαφέρω από
10. vary from ::
διαφέρει από
11. run counter to ::
έρχονται σε αντίθεση με
12. go in opposition to ::
πηγαίνετε σε αντίθεση με
13. contrast with ::
σε αντίθεση με
Noun
14. degenerate ::
εκφυλισμένος
15. pervert ::
διαστρεβλώ
16. deviant ::
αποκλίνουσα
Adjective
17. aberrant ::
ανώμαλος
18. deviant ::
αποκλίνουσα