Noun
Verb
3. disabuse ::
εξάγω της απάτης
4. enlighten ::
διαφωτίζω
5. set straight ::
που κατ 'ευθείαν
6. open someone's eyes ::
τα μάτια ανοιχτά κάποιου
7. disenchant ::
ξεμαγεύω
9. disappoint ::
απογοητεύω
10. make sadder and wiser ::
κάνουν πιο θλιβερό και σοφότεροι