Adjective
1. disenchanted ::
απογοητευμένος
3. disappointed ::
απογοητευμένος
6. cynical ::
κυνικός
7. sour ::
θυμώνω
8. negative ::
αρνητικός
9. world-weary ::
βεβαρυμένος από τον κόσμο
Verb
10. disabuse ::
εξάγω της απάτης
11. enlighten ::
διαφωτίζω
12. set straight ::
που κατ 'ευθείαν
13. open someone's eyes ::
τα μάτια ανοιχτά κάποιου
14. disenchant ::
ξεμαγεύω
16. disappoint ::
απογοητεύω
17. make sadder and wiser ::
κάνουν πιο θλιβερό και σοφότεροι