Adjective
1. epicene ::
epicene
2. sissified ::
sissified
3. sissy ::
αδελφούλα
4. cissy ::
Cissy
6. effeminate ::
θηλυπρεπής
Verb
7. weaken ::
αποδυναμώνω
8. enfeeble ::
εξασθενίζω
9. debilitate ::
καταβάλλω
10. erode ::
διαβιβρώσκω
11. undermine ::
υπονομεύω
12. cripple ::
σακατεύω
13. remove the sting from ::
αφαιρέστε το κεντρί από
14. pull the teeth out of ::
τραβήξτε τα δόντια από
15. water down ::
κάτω από το νερό