Verb
1. anger ::
θυμός
2. infuriate ::
εξαγριώ
3. incense ::
θυμίαμα
4. madden ::
τρελαίνομαι
5. inflame ::
ερεθίζω
6. antagonize ::
ανταγωνίζομαι
7. provoke ::
προκαλώ
8. exasperate ::
εξοργίζω
10. drive up the wall ::
οδηγούμαι στον τοίχο
11. make someone see red ::
κάνει κάποιος δει κόκκινο
14. get someone's back up ::
να πάρει πίσω κάποιου μέχρι
15. get someone's dander up ::
να πάρει οργή κάποιου μέχρι
16. tick off ::
μαρκάρω
17. piss off ::
Νευριάζω κάποιον