εξάτμιση
ροκανίζω, εξάτμιση, οξειδώνω, λεία, διασκορπίζω, διαβιβρώσκω, αδειάζω, εκκενώ, Σαφή, εκκενώνω, πούστης, πρύμνη, φορούν, βάζω ένα τέλος, φινίρισμα, τέλος, καταλήγω, παύω, λάστιχο, κούραση, νεφρίτης, αραιώ, απόβλητα, καταστροφή, δαπανήσει, αναλώνω, καταναλώνω, πληρώνω με χρεωλυσία
He had to get a torpedo into an EXHAUST port
Meaning and definitions of exhaust, translation in Greek language for exhaust with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of exhaust in Greek and in English language.
What exhaust means in Greek, exhaust meaning in Greek, exhaust definition, examples and pronunciation of exhaust in Greek language.