Noun
1. dun ::
γκριζόμαυρος
Verb
2. be obsequious to ::
είναι δουλοπρεπείς να
3. be sycophantic to ::
να είναι συκοφαντικό να
4. curry favor with ::
κερδίσουν την εύνοια
6. play up to ::
παίξουν μέχρι
7. crawl to ::
ανιχνεύσουμε σε
8. ingratiate oneself with ::
εξασφαλίζω την εύνοια
9. dance attendance on ::
χορός συμμετοχή σε
10. suck up to ::
πιπιλίζουν μέχρι
11. be all over ::
είναι πάνω από όλα
12. brown-nose ::
καφέ μύτη
13. toady ::
παράσιτος