Verb
1. ward off ::
απομακρύνω
2. head off ::
το κεφάλι
3. stave off ::
απομακρύνω
4. hold off ::
κρατήσει μακριά
5. repel ::
αποκρούω
6. repulse ::
απόκρουση
7. resist ::
αντιστέκομαι
8. fight off ::
παλέψουν
9. defend oneself against ::
υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια
10. prevent ::
αποτρέψει
11. stop ::
να σταματήσει
12. block ::
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ
13. intercept ::
συλλαμβάνω εις τον δρόμον
14. hold back ::
κρατώ πίσω