Verb
1. steal ::
κλέβω
2. take ::
παίρνω
3. take for oneself ::
να λάβει για τον εαυτό του
4. help oneself to ::
να βοηθήσει τον εαυτό του να
5. loot ::
λάφυρο
6. pilfer ::
κλέπτω μικρά πράγματα
7. abscond with ::
διαφύγει με
8. carry off ::
απάγω
9. shoplift ::
shoplift
10. run off with ::
διαφεύγω με
11. walk off with ::
με τα πόδια μακριά με
12. rob ::
ληστεύω
13. swipe ::
σουφρώνω
14. snatch ::
αρπάζω
15. nab ::
συλλαμβάνω
17. lift ::
ανελκυστήρας