Noun
2. delaying tactics ::
παρελκυστική τακτική
4. obstruction ::
παρεμπόδιση
Verb
6. waste time ::
χαμένος χρόνος
7. stall ::
αναβάλλω
8. play for time ::
χρονοτριβώ
9. stonewall ::
πέτρινος τοίχος
10. sandbag ::
σάκκος άμμου
11. procrastinate ::
χρονοτριβώ
12. buy time ::
κέρδισε χρόνο
13. employ delaying tactics ::
απασχολούν παρελκυστική τακτική