πάγωμα, πάγος, συμπηγνύω, πηγνύομαι, αποθηκεύσετε έως, ξάπλωσε, πολλαπλασιάζω, αποθηκεύσετε, συσσωρεύω, αυξάνω, μαζεύω, να αποθηκευτούν, συλλέγω, εγκαθιστώ, συγκεντρώνομαι, συνοψίζω, στερεοποιώ, εστιαζόμαστε, να είναι κρύο, να συμπυκνωθούν, πήζω, ετοιμάζω, γύψος, αποκτούν ανοσία, μεγαλώνουν ηλίθια, επιβάλλω, ενθέτω, σειρά, έδρα, Καθίστε, καθίσει για, εισαγω, διατρυπώ, διορθώσετε, αποφασίζω, νανουρίζω, διαπιστώνω, εγκατασταθούν κατά, σταθεροποιώ, υπόλοιπο, ανάπαυση, λιμνάζω, ατσάλι, παγιώνω, μπρούντζος, πήξη, στερέωση