χολή, ενόχληση, ταπείνωση, δριμύτης, αντιξοότητα, πείσμα, έχθρα, αντιπάθεια, προκατάληψη, βασανιστήριο, ταλαιπωρία, αγωνία, δυσφορία, καύση, φλόγα, ερεθιστικός
ζεσταίνω, χολή, εκνευρίζομαι, πειράζω, κυνηγόσκυλο, εκνευρίζω, προκαλώ, δηλητηριάζω, ενοχλώ, ενόχληση, παρενοχλώ, δυσαρεστώ
I removed an appendix, a GALL bladder and about a foot and a half of bowel.
- Well, you have a GALL bladder to remove. - Yeah.
Meaning and definitions of gall, translation in Greek language for gall with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of gall in Greek and in English language.
What gall means in Greek, gall meaning in Greek, gall definition, examples and pronunciation of gall in Greek language.