σάτυρα, γελοιοποίηση, αστεϊσμός, εμπαιγμός, ζώνομαι, ρίψιμο, κοροϊδεύω, κουίζ, χλευασμός, κοροϊδία
αστεϊσμός, ζώνομαι, εμπαιγμός, περιστοιχίζω, επισυνάπτω, περιβάλλω, γλάρος, πολιορκώ, κοροϊδεύω, χλευάζω, γιουχάισμα, γέλιο, γελάμε με, κουίζ, γελοιοποίηση, εξοπλίζω, επιπλώνω, ντύνω, εξωραΐζω, στολίζω, σουβλίζω, χαζός, αστείο, ζώνη, ενδύω, φόρεμα, περιβολή, ενδυμασία, στολίζομαι
Meaning and definitions of gird, translation in Greek language for gird with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of gird in Greek and in English language.
What gird means in Greek, gird meaning in Greek, gird definition, examples and pronunciation of gird in Greek language.