Verb
1. barter ::
ανταλλαγή εμπορεμάτων
2. bargain ::
παζάρι
3. negotiate ::
διαπραγματεύομαι
4. dicker ::
παζαρεύω
5. quibble ::
στρεψοδικώ
6. wrangle ::
λογομαχία
7. beat someone down ::
νικήσει κάποιος κάτω
8. drive a hard bargain ::
οδηγείτε ένα σκληρό παζάρι
Noun
9. wrangle ::
λογομαχία