Verb
1. confine ::
περιορίζω
2. intern ::
κρατώ
3. shut up ::
σκάσε
5. incarcerate ::
φυλακίζω
6. imprison ::
φυλακίζω
7. jail ::
φυλακή
8. cage ::
κλουβί
9. put behind bars ::
βάλει πίσω από τα κάγκελα
10. put under lock and key ::
να θέσει κάτω από την κλειδαριά και το κλειδί
11. hold captive ::
κρατήστε αιχμαλωσία
12. hold prisoner ::
αναμονή κρατούμενος
13. detain ::
καθυστερώ
14. hold ::
Κρατήστε