(1) lethal injection ::
θανατηφόρα ένεση(2) fuel injection ::
έγχυση καυσίμου(3) injection molding ::
χύτευση με έγχυση(4) injection pump ::
αντλία έγχυσης(5) direct injection ::
άμεσου ψεκασμού(6) give an injection ::
δώσει μια ένεση(7) dependency injection ::
ένεση εξάρτησης(8) have an injection ::
έχουν μια ένεση(9) intravenous injection ::
ενδοφλέβια ένεση(10) capital injection ::
εισφορά κεφαλαίου