(1) sexual intercourse ::
σεξουαλική επαφή(2) social intercourse ::
κοινωνική επαφή(3) have intercourse ::
έχουν σεξουαλική επαφή(4) have sexual intercourse ::
έχουν σεξουαλική επαφή(5) anal intercourse ::
πρωκτική επαφή(6) have intercourse with ::
έχουν επαφή με