Adjective
1. absorbing ::
απορρόφηση
2. engrossing ::
συναρπαστικό
3. fascinating ::
γοητευτικός
4. riveting ::
καθηλωτική
6. compelling ::
συναρπαστικό
7. compulsive ::
καταπιεστικός
9. engaging ::
ελκυστικός
11. appealing ::
ελκυστικό
12. attractive ::
ελκυστικός
13. amusing ::
διασκεδαστικός
14. entertaining ::
διασκεδαστικο
15. stimulating ::
διεγερτικός
16. thought-provoking ::
που προκαλούν τη σκέψη
17. diverting ::
εκτροπή
18. intriguing ::
ενδιαφέροντα
Verb
20. appeal to ::
απευθύνονται σε
21. be of interest to ::
είναι ενδιαφέρον να
22. attract ::
προσελκύω
23. intrigue ::
μηχανοραφία
24. fascinate ::
θέλγω
25. absorb ::
απορροφώ
26. engross ::
απορροφώ
27. rivet ::
στερεώ
28. grip ::
λαβή
29. captivate ::
σαγηνεύω
30. amuse ::
διασκεδάζω
31. divert ::
εκτρέπω
32. entertain ::
διασκεδάζω
33. arouse one's curiosity ::
διεγείρουν την περιέργεια ενός ατόμου
34. whet one's appetite ::
ανοίξουν την όρεξη του ατόμου
35. float someone's boat ::
επιπλέουν βάρκα κάποιου
36. tickle someone's fancy ::
γαργαλάω φαντασία κάποιου