Verb
1. irritate ::
εκνευρίζω
2. annoy ::
ενοχλώ
3. gall ::
χολή
4. pique ::
πικάρω
5. nettle ::
τσουκνίδα
6. exasperate ::
εξοργίζω
7. try someone's patience ::
δοκιμάστε την υπομονή κάποιου
8. anger ::
θυμός
9. infuriate ::
εξαγριώ
10. madden ::
τρελαίνομαι
11. incense ::
θυμίαμα
12. get on someone's nerves ::
να πάρει στα νεύρα κάποιου
13. antagonize ::
ανταγωνίζομαι
14. provoke ::
προκαλώ
15. get someone's dander up ::
να πάρει οργή κάποιου μέχρι
18. rub the wrong way ::
τρίψτε με λάθος τρόπο
22. peeve ::
πειράζω
23. miff ::
θυμώνω
24. frost ::
παγωνιά
25. rile ::
θολώ
26. aggravate ::
επιδείνω
27. needle ::
βελόνα
28. get to ::
φτάσετε στο
29. bug ::
έντομο
31. tee off ::
χτυπήσει το μπαλάκι
32. tick off ::
μαρκάρω
33. piss off ::
Νευριάζω κάποιον
35. rankle ::
πονώ
36. ride ::
βόλτα
37. drive up the wall ::
οδηγούμαι στον τοίχο
38. make someone see red ::
κάνει κάποιος δει κόκκινο