Adjective
1. indecisive ::
αναποφάσιστος
2. hesitant ::
διστακτικός
7. shilly-shallying ::
shilly-shallying
8. ambivalent ::
αντιμαχόμενος
9. blowing hot and cold ::
φυσώντας ζεστό και κρύο
10. of two minds ::
των δύο μυαλά
11. hemming and hawing ::
στρήφωμα και hawing
12. in a dilemma ::
σε ένα δίλημμα
13. in a quandary ::
σε ένα δίλημμα
14. torn ::
σχισμένο
15. doubtful ::
αμφίβολος
16. in doubt ::
σε αμφιβολία
17. unsure ::
αβέβαιος
18. uncertain ::
αβέβαιος
19. undecided ::
αναποφάσιστος
20. wishy-washy ::
άνοστος
21. sitting on the fence ::
κάθεται στο φράκτη