(1) laboratory technician ::
τεχνικός εργαστηρίου(2) language laboratory ::
εργαστήριο γλώσσας(3) laboratory work ::
εργαστηριακή εργασία(4) laboratory test ::
εργαστηριακών δοκιμών(5) laboratory equipment ::
εξοπλισμός εργαστηρίου(6) laboratory assistant ::
ΒΟΗΘΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ(7) research laboratory ::
εργαστηριακή έρευνα(8) medical laboratory ::
ιατρικών εργαστηρίων(9) clinical laboratory ::
κλινικό εργαστήριο(10) laboratory findings ::
εργαστηριακά ευρήματα