φόρος, ενοίκιο, είσπραξη, διόδια, πρόσοδοι, χέρι, συνδρομή, συνεισφορά, μοιρογνωμόνιο, συλλογή, φεγγάρι, έσοδα, ενοικίου, συγκέντρωση, ΠΡΟΣΛΗΨΗ, απόσπασμα, αγορά, καθήκον, δασμολόγιο, λούτσος, Cess, επιβολή, απόδοση, αναφορά, απόδοσις, εκβιασμός
σειρά, επιβάλλω, είσπραξη, εγκαθιστώ, διορίζω, αποφασίζω, συλλέγω, μαζεύω, απόσπασμα, βγάζω, εκλογή, βάζω, αποδίδω, εκχύλισμα
...threat you might LEVY, rhetorical strategy, plea, invocation...
Meaning and definitions of levy, translation in Greek language for levy with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of levy in Greek and in English language.
What levy means in Greek, levy meaning in Greek, levy definition, examples and pronunciation of levy in Greek language.