κωλυσιεργώ, Διακοπή, διακοπή, εμποδίζω, εμπλέκω, αποφεύγω, απομακρύνω, προκαλέσει στην αφή, να φέρει σε επαφή, γραβάτα, ενώνω, λουρί, εγκλείω, ζώνη, σκοτώνω, Κτύπημα, Ρυθμός, αφυδατώνω, απεργία, εμποδίζουν, έλεγχος, βουλώνω, να σταματήσει, αναστέλλω, εγκάρσιος, κάλαθος, αγανακτώ, επιβαρύνω, στερεώνω, δένω, εναγκαλισμός, αρραβωνιάζω, κρατώ πίσω, κρατώ, καθυστερώ, νύχι, ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ, περιορίζω, επισυνάπτω, εσωκλείω, αποτρέψει, αναχαιτίζω, σχίζω, ακυρώνω, διαιρέστε, ξεχωριστός, αντιστέκομαι, υλικό, πολιορκώ, αντενεργώ, εναντιώνομαι, αποκλεισμός, να πολιορκήσουν, περιστοιχίζω, επενδύω, σύλληψη, συλλαμβάνω εις τον δρόμον, αποτρέπω