Εκδήλωση, υπόθεση, περιστατικό, συμβαίνει, πράγμα, παράδειγμα, μεγαλείο, λαμπρότητα, επίπτωση, φύλλο, αλουμινόχαρτο, σεντόνι, καταστροφή, ύλη, φαινόμενο, συνάθροιση, έκρηξη, πτώση, να εισαι, γέννηση, ανάπτυξη, εκπλήρωση, ατύχημα, ευκαιρία, παραγωγή, παράγω, Εκτέλεση, προέλευση
It's a fairly common OCCURRENCE, easily treated.
...is the OCCURRENCE of sexual dysfunction.
Meaning and definitions of occurrence, translation in Greek language for occurrence with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of occurrence in Greek and in English language.
What occurrence means in Greek, occurrence meaning in Greek, occurrence definition, examples and pronunciation of occurrence in Greek language.