M
1. olden ::
αρχαίος
2. of old ::
των παλαιών
3. ancient ::
αρχαίος
4. yester ::
yester
6. antique ::
αντίκα
7. outdated ::
απαρχαιωμένος
8. moldy ::
μουχλιασμένος
9. archaic ::
αρχαϊκός
10. old ::
παλαιός
11. outmoded ::
ντεμοντέ
12. aged ::
ηλικιωμένος
13. used ::
μεταχειρισμένος
14. back ::
πίσω
15. grow old ::
γερνώ
16. become moldy ::
μουχλιάζουν
17. age ::
ηλικία
18. become decrepit ::
γίνει υπέργηρος
19. become mouldy ::
μουχλιάζουν
20. be old ::
είναι παλιά
21. become obsolete ::
καταστεί άνευ αντικειμένου
22. go out of use ::
να βγουν έξω από τη χρήση
23. be dated ::
να χρονολογηθούν