τακτικός, μεθοδικός, τακτοποιημένος, εντάξει, προσαρμοσμένη, συνεχής, συνήθης, αναπαυτικός, καλά διατεταγμένο, καλά οργανωμένο, καλά ελεγχόμενες, καλά οργανωμένη, ησυχια, ηρεμία, ειρηνικός, γαλήνιος, άμωμος, περιποιημένος, καθαρός, αρκετά, έλατο
τακτικός, τακτικά, Μπάτμαν, θυρωρός, αγγελιαφόρος, φορέας
Proceed in an ORDERLY manner.
(ON PA) I need an ORDERLY with a wheelchair.
Let’s go out in an ORDERLY way,using both doors..."
Meaning and definitions of orderly, translation in Greek language for orderly with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of orderly in Greek and in English language.
What orderly means in Greek, orderly meaning in Greek, orderly definition, examples and pronunciation of orderly in Greek language.