Adjective
1. unpaid ::
απλήρωτος
2. to be paid ::
να πληρωθεί
3. payable ::
πληρωτέος
4. due ::
λόγω
5. past due ::
καθυστέρηση
6. overdue ::
εκπρόθεσμος
7. undischarged ::
αξεφόρτωτος
9. outstanding ::
εξαιρετική
10. in arrears ::
στα καθυστερούμενα
11. delinquent ::
εγκληματίας
Verb
12. be in debt to ::
να είναι στο χρέος για να
13. be indebted to ::
να χρεωμένες να
14. be in arrears to ::
να είναι σε καθυστέρηση να