Adjective
1. soothing ::
πραϋντικός
3. sedative ::
καταπραϋντικό
4. calmative ::
καταπραϋντικό
5. for the terminally ill ::
για το τελικό στάδιο ασθένειας
Noun
6. painkiller ::
παυσίπονο
7. analgesic ::
αναλγητικό
8. pain reliever ::
παυσίπονο
9. sedative ::
καταπραϋντικό
10. tranquilizer ::
ηρεμιστικό
11. anodyne ::
παυσίπονο
12. calmative ::
καταπραϋντικό
13. opiate ::
ναρκωτικός
14. bromide ::
βρωμιούχο