ανάμιξη, αποφυγή, αποχή, αποφεύγω, ανοχή
εμπλέκω, αποφεύγω, απομακρύνω, κωλυσιεργώ, προκαλέσει στην αφή, να φέρει σε επαφή, εμποδίζουν, εγκάρσιος, κάλαθος, αγανακτώ, επιβαρύνω, εξαλείφω, να πάρει γύρω από, αποφύγει, κατεβαίνω, καταφέρνω
how to PARRY?
Meaning and definitions of parry, translation in Greek language for parry with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of parry in Greek and in English language.
What parry means in Greek, parry meaning in Greek, parry definition, examples and pronunciation of parry in Greek language.