διαπερνώ, εισαγω, εμφύτευμα σε, σφυρί στο, βάζω, καθορίσει σε, να προκαλέσει για να πάει στην, μπαίνω, Πέρασε Μέσα, διαπερώ, καταπατώ, διατρυπώ, καθετήρας, πέρασμα, Νήμα, διηθώ, ασχολούμαι, διαχέω, αλληλοδιαπερνώ, ραβδί, τριγωνικό τεμάχιο, διαχύνω, βγες έξω, βγάζω, εφευρίσκω, εκμαιεύω, αντλώ, Κάνε στην άκρη, εξηγώ, Σαφή, ήχος
Enough to PENETRATE clothes.
We're going to PENETRATE it.
Try to PENETRATE the enigma that is me.
Meaning and definitions of penetrate, translation in Greek language for penetrate with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of penetrate in Greek and in English language.
What penetrate means in Greek, penetrate meaning in Greek, penetrate definition, examples and pronunciation of penetrate in Greek language.