οπή, διατρυπώ, ανακαλύψουν ένα μυστήριο, καθετήρας, ραβδί, τριγωνικό τεμάχιο, παρακέντηση, σχίζω, σχίσιμο, ξεσκίζω, αθέτηση, τρυπάνι, καρφίτσα, διάτρητος, διαφοροποιούν, διαίρεση, διαπερνώ, αφή, ενεδρεύω, Καθίστε, εγκαθιστώ, καθίσει για, εισαγω, να εγκατασταθεί
If you PIERCE them,
If you'd let me PIERCE your brain with a hot needle in the right place...
Meaning and definitions of pierce, translation in Greek language for pierce with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of pierce in Greek and in English language.
What pierce means in Greek, pierce meaning in Greek, pierce definition, examples and pronunciation of pierce in Greek language.