πικάρω, αντιξοότητα, πείσμα, έχθρα, αντιπάθεια, προκατάληψη, εχθρότητα, διαμάχη, ενόχληση, πρόκληση, αξία, πρότυπο, Βαθμός, τιμή, κανόνας
πικάρω, εκνευρίζομαι, πειράζω, κυνηγόσκυλο, εκνευρίζω, προκαλώ, τρελαίνομαι, ερεθίζω, ενοχλώ, ένζυμο, διαταράσσει, τροχίζω, δίνω κουράγιο, διεγείρω
Meaning and definitions of pique, translation in Greek language for pique with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of pique in Greek and in English language.
What pique means in Greek, pique meaning in Greek, pique definition, examples and pronunciation of pique in Greek language.