Verb
1. delay ::
καθυστέρηση
2. put off doing something ::
αναβάλλουμε να κάνουμε κάτι
3. postpone action ::
αναβάλει δράση
4. defer action ::
αναβάλει δράση
5. be dilatory ::
είναι παρελκυστική
6. use delaying tactics ::
χρησιμοποιήστε παρελκυστική τακτική
7. stall ::
αναβάλλω
8. temporize ::
χρονοτριβώ
10. take one's time ::
πάρτε το χρόνο κάποιου
11. play for time ::
χρονοτριβώ
12. play a waiting game ::
παίζουν ένα παιχνίδι αναμονής