Verb
1. cause resentment to ::
προκαλέσει δυσαρέσκεια σε
2. annoy ::
ενοχλώ
3. upset ::
αναστατωμένος
4. anger ::
θυμός
5. irritate ::
εκνευρίζω
6. offend ::
προσβάλλω
7. affront ::
προσβολή
8. displease ::
δυσαρεστώ
9. provoke ::
προκαλώ
10. irk ::
ενοχλώ
11. vex ::
πειράζω
12. pique ::
πικάρω
13. nettle ::
τσουκνίδα
14. gall ::
χολή
15. rile ::
θολώ
16. miff ::
θυμώνω
17. peeve ::
πειράζω
18. aggravate ::
επιδείνω
19. tick off ::
μαρκάρω