Verb
1. renovate ::
ανακαινίζω
2. recondition ::
επιδιορθώνω
3. rehabilitate ::
αποκαθιστώ
4. revamp ::
ανακαινίζω
5. overhaul ::
εξετάζω και διορθώνω επιμελώς
6. restore ::
επαναφέρω
7. renew ::
ανανεώνω
8. redevelop ::
ανακατασκευάζει
9. rebuild ::
ανοικοδομώ
10. reconstruct ::
επανακτίζω
11. redecorate ::
ανακαινίζω
12. spruce up ::
καλλωπίζω
13. upgrade ::
αναβαθμίζω
14. refit ::
επισκευή
15. retrofit ::
εκ των υστέρων εξοπλισμού
16. bring up to code ::
φέρει μέχρι να κωδικοποιήσει
17. do up ::
συσκευάζω
18. rehab ::
Rehab