Noun
1. mockery ::
κοροϊδία
2. derision ::
χλευασμός
3. laughter ::
γέλιο
4. scorn ::
περιφρόνηση
6. contempt ::
περιφρόνηση
15. badinage ::
αστεϊσμός
17. sarcasm ::
σαρκασμός
18. satire ::
σάτυρα
20. ribbing ::
νευρώσεις
Verb
24. deride ::
ειρωνεύομαι
25. mock ::
κοροϊδεύω
26. laugh at ::
γελάμε με
28. jeer at ::
χλευάζουν
29. jibe at ::
στρέφω σε
30. sneer at ::
χλεύη σε
31. treat with contempt ::
αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση
32. scorn ::
περιφρόνηση
33. make fun of ::
κοροϊδεύω
34. poke fun at ::
σπρώξει τη διασκέδαση στο
35. scoff at ::
σαρκάζουν
36. satirize ::
σατυρίζω
37. lampoon ::
σάτιρα
38. burlesque ::
γελοιοποιώ
39. caricature ::
καρικατούρα
40. parody ::
παρωδία
41. tease ::
πειράζω
42. taunt ::
χλευασμός
43. chaff ::
άχυρο
44. kid ::
παιδί
45. rib ::
σχηματίζω πλευρές
46. josh ::
αστειεύομαι
47. razz ::
κοροϊδεύω