Verb
1. depress ::
καταπιέζω
2. dispirit ::
αποθαρρύνω
3. deject ::
deject
4. dishearten ::
αποθαρρύνω
5. grieve ::
θλίβομαι
6. desolate ::
έρημος
7. discourage ::
αποθαρρύνουν
8. upset ::
αναστατωμένος
9. get down ::
έρχομαι σε
10. bring down ::
ρίχνω
11. break someone's heart ::
σπάσει την καρδιά κάποιου