Noun
1. promenade ::
περίπατος
3. stroll ::
βόλτα
4. amble ::
ελαφρό βάδισμα
Verb
5. stroll ::
βόλτα
6. amble ::
ελαφρό βάδισμα
7. wander ::
περιπλανιέμαι
8. meander ::
ελίσσομαι
9. drift ::
τάση
10. walk ::
Περπατήστε
11. stretch one's legs ::
τεντώστε τα πόδια ενός ατόμου
12. take the air ::
να λάβει τον αέρα
13. mosey ::
mosey
14. tootle ::
tootle
15. promenade ::
περίπατος