Verb
2. skimp ::
αμελώ
3. scrimp and save ::
μικρός και να αποθηκεύσετε
4. save ::
αποθηκεύσετε
5. be thrifty ::
να είναι φειδωλοί
6. be frugal ::
να είναι λιτή
7. tighten one's belt ::
σφίξτε ιμάντα κάποιου
8. cut back ::
περικοπές
9. husband one's resources ::
πόροι ενός συζύγου
10. watch one's pennies ::
παρακολουθήσουν τις πένες κάποιου