δεσμεύω, περιχειρίς, εμπόδιο, ανθρακαποθήκη, παρεμπόδιση, ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ
δεσμεύω, αλυσοδένω, σίδερο, παραλύω, πέδικλο, εμπόδιο, στοκ, εμποδίζουν, εγκάρσιος, κάλαθος, αγανακτώ, επιβαρύνω, κωλυσιεργώ, έλεγχος, βουλώνω, να σταματήσει
Meaning and definitions of shackle, translation in Greek language for shackle with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of shackle in Greek and in English language.
What shackle means in Greek, shackle meaning in Greek, shackle definition, examples and pronunciation of shackle in Greek language.