Noun
1. nap ::
υπνάκο
2. doze ::
λαγοκοιμάμαι
3. sleep ::
ύπνος
4. rest ::
υπόλοιπο
5. siesta ::
μεσημεριανός ύπνος
6. power nap ::
δυνατο υπνο
7. catnap ::
ελαφρός ύπνος
8. forty winks ::
σαράντα νεύματα
9. slumber ::
κοιμάμαι ελαφρά
Verb
10. nap ::
υπνάκο
11. doze ::
λαγοκοιμάμαι
12. sleep ::
ύπνος
13. rest ::
υπόλοιπο
14. take a siesta ::
ρίξτε μια σιέστα
15. catnap ::
ελαφρός ύπνος
17. snatch forty winks ::
αρπάξει σαράντα νεύματα
18. get some shut-eye ::
πάρετε κάποια διακοπή μάτι
19. put one's head down ::
βάλει το κεφάλι του προς τα κάτω
21. slumber ::
κοιμάμαι ελαφρά