κλίνω, σκύβω, αιθάλη, κλίση, καπνιά, κρέμαμαι, στροφή, προσγείωση, κατάβαση, πίσσα, αναβαθμίδα, επιδείνωση, διαφθορά, αρπαγή
σκύβω, κρέμαμαι, πτώση, στροφή, καμπυλώ, λοξεύω, κλίνω, τόξο, πιο χαμηλα, ταπεινός, περιορίζω, εγκαθιστώ, νεροχύτης, παράδοση, απόδοση παραγωγής, υποβάλλουν, είναι κυρτή, γίνει σγουρά, Υποκλίνομαι, ζαρώνω, γονατίζω, κατάκοιτος, διπλασιάσετε, καμπύλη, γίνει κυρτό, διαθέτω, πλαγιάζω, άπαχος, τάση, τείνω, προφορά, τονίζω, υπογραμμίζω
No. I mean, I'll apply, but I'm not gonna STOOP to playing politics.
Would you really STOOP this low, Ford?
Meaning and definitions of stoop, translation in Greek language for stoop with similar and opposite words. Also find spoken pronunciation of stoop in Greek and in English language.
What stoop means in Greek, stoop meaning in Greek, stoop definition, examples and pronunciation of stoop in Greek language.